ΛΕΜΦΟΙΔΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η ασφαλής διάγνωση στηρίζεται στην εμπειρία του γιατρού που στις περισσότερες περιπτώσεις θέτει τη διάγνωση καθώς και την αιτιολογία και σταδιοποίηση, μόνο με την κλινική εξέταση.

Κλινική εξέταση

Η εκτίμηση των άκρων πραγματοποιείται αρχικά με μια οπτική επιθεώρηση προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν αλλαγές στο χρώμα, την παρουσία της τριχοφυΐας, ορατές φλέβες, το μέγεθος του μέλους και τυχόν πληγές ή έλκη. Η έλλειψη τριχοφυΐας μπορεί να υποδεικνύει ένα πρόβλημα στην αρτηριακή κυκλοφορία. Επίσης, η ψηλάφηση του αστραγάλου μπορεί να καθορίσει το βαθμό της διόγκωσης. Στα αρχικά στάδια, η ανύψωση του σκέλους μπορεί να μειώσει ή να εξαλείψει την διόγκωση.

Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η έγκαιρη ανίχνευση του λεμφοιδήματος είναι δύσκολη. Τα πρώτα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν υποκειμενικές παρατηρήσεις όπως αίσθηση βάρους στο χέρι ή ξαφνικό πρήξιμο και αίσθημα πίεσης στο πόδι, το οποίο σταδιακά υποχωρεί. Αυτά μπορεί να είναι συμπτώματα στο πρώιμο στάδιο του λεμφοιδήματος, όπου η συγκέντρωση της λέμφου είναι ήπια και μη ανιχνεύσιμη από τις μεταβολές στον όγκο ή την περιφέρεια. Καθώς το λεμφοίδημα αναπτύσσεται περαιτέρω, η οριστική διάγνωση συνήθως βασίζεται σε μια αντικειμενική μέτρηση των διαφορών μεταξύ του επηρεασμένου και υγιούς άκρου σχετικά με μεταβολές στον όγκο ή την περιφέρεια. Κατά κοινή ομολογία, γενικά αποδεκτό κριτήριο είναι η οριστική διαγνωστική, αν και χρησιμοποιείται συχνά μια διαφορά όγκου 200 ml μεταξύ των άκρων ή διαφορά 4-cm (σε ένα μόνο σημείο μέτρησης ή σε ένα σύνολο διαστημάτων κατά μήκος του σκέλους).

Το λιποίδημα μπορεί επίσης να μιμείται το λεμφοίδημα, ωστόσο σε αυτή την περίπτωση, τα πόδια αρχίζουν να πρήζονται απότομα στα έσω σφυρά. Προβάλλει, όμως, στο σημείο αυτό μια βαρυσήμαντη αντίρρηση, καθώς το λιποίδημα είναι κοινό σε υπέρβαρες γυναίκες και αυτός ο αριθμός δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό στοιχείο για το σύνολο των λεμφοιδηματικών ασθενών.

Ως μέρος της αρχικής εκτίμησης, πριν τη διάγνωση του λεμφοιδήματος, κρίνεται αναγκαίο να αποκλειστούν άλλες πιθανές αιτίες που προκαλούν οίδημα των κάτω άκρων, όπως νεφρική ανεπάρκεια, υπολευκωματαιμία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, απώλεια πρωτεϊνών, νεφροπάθεια, πνευμονική υπέρταση, παχυσαρκία, εγκυμοσύνη και φάρμακα που προκαλούν οίδημα.

Διαγνωστικές εξετάσεις

Το σπινθηρογράφημα των λεμφαγγείων καθώς κα η λεμφογραφία με ισότοπα έχουν εδραιωθεί ως παρακλινικές εξετάσεις.

Κατά τη λεμφογραφία, εγχύεται υδρόφιλο σκιαστικό υλικό ενδοδερμικά και παρακολουθείται η αποχέτευσή του μέσω των λεμφαγγείων. Σε περίπτωση λεμφοιδήματος, παρατηρούνται χαρακτηριστικές εικόνες διατεταμμένων λεμφαγγείων. Έλλειψη λεμφαγγείων, η οποία θα σήμαινε απλασία του λεμφικού συστήματος, είναι πολύ σπάνια και αφορά μόνο ορισμένες περιοχές του σώματος.

Κατά το σπινθηρογράφημα των λεμφαγγείων ή λεμφογραφία με ισότοπα, εγχύεται μια ραδιενεργός ουσία (π.χ. Νανοκολοειδές 99m-Tc Αλμπουμίνη η Δεξτράνη) υποδόρια ή ενδομυϊκά.

Ακολουθεί η απεικόνιση των λεμφαγγείων ανάλογα με το σημείο έγχυσης. Με ελεγχόμενη δοκιμασία κόπωσης επιτυγχάνεται η παροχέτευση της λέμφου. Οι πρώιμες εικόνες μας δείχνουν τα λεμφαγγεία, οι καθυστερημένες τους λεμφαδένες και τη χωρητικότητά τους.

Η μέθοδος καθιστά δυνατή με υπολογισμό και ποσοστιαία αξιολόγηση παραμέτρων, όπως την ταχύτητα ροής ( CLEARANCE ) από το σημείο έκχυσης, το χρόνο μέχρι τους επόμενους λεμφαδένες καθώς και την ποσοστιαία πρόσληψη ραδιοφαρμάκου στους λεμφαδένες.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ελεγχθεί η λειτουργία των λεμφαγγείων και να συνάγουμε συμπεράσματα, αν η λειτουργικότητα είναι νορμάλ, εάν έχουμε διαταραχές στις χαμηλές ροές (λεμφοίδημα) ή στις υψηλές (φλεβική ανεπάρκεια).

Σε οιδήματα των κάτω άκρων έχουμε χαρακτηριστικές εικόνες που ξεκαθαρίζουν τον τύπο του οιδήματος.

Λόγω της αξιοπιστίας των εν λόγω εξετάσεων και την έλλειψη επιπλοκών, έχει παραγκωνισθεί στη δεύτερη θέση η κλασική λεμφαγγειογραφία