ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΛΕΜΦΟΙΔΗΜΑΤΟΣ

Σε αυτή την προσέγγιση, ο χειρουργός πραγματοποιώντας μεταμόσχευση των λεμφαδένων, επισυνάπτει τα αιμοφόρα αγγεία από μία περιοχή του σώματος (από την κοιλιά ή τη βουβωνική χώρα) και στη συνέχεια, τους συνδέει με τα λεμφαγγεία και τα αιμοφόρα αγγεία του προσβεβλημένου μέλους. Μια άλλη τεχνική περιλαμβάνει την εμφύτευση των κόμβων στον καρπό του βραχίονα που επηρεάζεται από το λεμφοίδημα. Μερικές μικρές, πρώιμες μελέτες έχουν βρει ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να προσφέρει ανακούφιση από σοβαρό οίδημα, μείωση του βάρους στο άκρο και αποφυγή λοιμώξεων, παρόλο που δεν θεραπεύει το λεμφοίδημα. Βέβαια, υπάρχει κάποια ανησυχία για το γεγονός ότι η διαδικασία πράγματι θα μπορούσε να προκαλέσει λεμφοίδημα στην άλλη περιοχή του σώματος από την οποία ελήφθησαν οι λεμφαδένες.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μελέτες έχουν εξετάσει τα αποτελέσματα της χειρουργικής επέμβασης και κατά πόσο μπορεί να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ιδιαίτερα επιθετικό ή προχωρημένο λεμφοίδημα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται σε άλλες θεραπείες. Αν και πολλοί θεωρούν τα πρώτα αποτελέσματα ενθαρρυντικά, η χειρουργική επέμβαση βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και δεν είναι ευρέως διαθέσιμη.

Παραδείγματα της χειρουργικής επέμβασης για λεμφοίδημα περιλαμβάνουν:

  • Λιποαναρρόφηση:

Το σώμα έχει την τάση να καταθέτει λίπος σε περιοχές του βραχίονα που επηρεάζονται από το λεμφοίδημα. Με τη χρήση της λιποαναρρόφησης, αφαιρείται ο προσβεβλημένος ιστός και όπως φαίνεται η συγκεκριμένη μέθοδος θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον όγκο του βραχίονα. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί εδώ, ότι, αυτή η μέθοδος δεν θεραπεύει το λεμφοίδημα, αλλά μπορεί να μειώσει σημαντικά το οίδημα του βραχίονα σε ένα ικανοποιητικό μέγεθος. Στη συνέχεια, ο ασθενής θα πρέπει να διατηρεί το αποτέλεσμα με περίδεση, φορώντας ένα χιτώνιο συμπιέσεως κατά τη διάρκεια της ημέρας και τη χρήση άλλων μορφών συμπίεσης τη νύχτα.

  • Μεταμόσχευση λεμφαδένων:

Σε αυτή την προσέγγιση, ο χειρουργός πραγματοποιώντας μεταμόσχευση των λεμφαδένων, επισυνάπτει τα αιμοφόρα αγγεία από μία περιοχή του σώματος (από την κοιλιά ή τη βουβωνική χώρα) και στη συνέχεια, τους συνδέει με τα λεμφαγγεία και τα αιμοφόρα αγγεία του προσβεβλημένου μέλους. Μια άλλη τεχνική περιλαμβάνει την εμφύτευση των κόμβων στον καρπό του βραχίονα που επηρεάζεται από το λεμφοίδημα. Μερικές μικρές, πρώιμες μελέτες έχουν βρει ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να προσφέρει ανακούφιση από σοβαρό οίδημα, μείωση του βάρους στο άκρο και αποφυγή λοιμώξεων, παρόλο που δεν θεραπεύει το λεμφοίδημα. Βέβαια, υπάρχει κάποια ανησυχία για το γεγονός ότι η διαδικασία πράγματι θα μπορούσε να προκαλέσει λεμφοίδημα στην άλλη περιοχή του σώματος από την οποία ελήφθησαν οι λεμφαδένες.

  • Lymphovenous αναστομώσεις:

Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί μικροχειρουργική για την κατασκευή μικροσκοπικών γεφυρών μεταξύ των λεμφαγγείων και των φλεβών, έτσι ώστε το λεμφικό υγρό να αποτελεί ένα νέο μονοπάτι έξω από το βραχίονα. Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στις διαθέσιμες μικρές ερευνητικές μελέτες.

Με αφετηρία τη θέση αυτή, οι Hoffner M. et al., το 2017, πραγματοποίησαν μία έρευνα προκειμένου να εξετάσουν τα αποτελέσματα που ενδέχεται να έχει η λιποαναρρόφηση στη μείωση του λεμφοιδήματος. Στην έρευνα συμμετείχαν 60 γυναίκες με λεμφοίδημα του βραχίονα, οι οποίες βρισκόταν υπό ενδελεχή παρακολούθηση για ένα έτος μετά την επέμβαση. Η πλήρης μείωση του λεμφοιδήματος έγινε μετά από 3 μήνες και τα αποτελέσματα διήρκησαν κατά τη περίοδο της παρακολούθησης χωρίς να σημειώνονται σημαντικές αποκλίσεις. Ένα μήνα μετά τη λιποαναρρόφηση, καταγράφηκαν καλύτερα σκορ σχετικά με την ψυχική κατάσταση των ασθενών ενώ μετά από 3 μήνες, παρατηρήθηκε βελτίωση της σωματικής λειτουργικότητας, μείωση του σωματικού πόνου και αύξηση της ζωτικότητας. Συμπερασματικά, η λιποαναρρόφηση του λεμφοιδήματος σε συνδυασμό με ένα συμβατικό πρόγραμμα αποκατάστασης, έχει θετικά αποτελέσματα και βελτιώνει την κατάσταση των ασθενών, όπως μετράται με το 36-Item Short Form Survey (SF-36). Η θεραπεία φαίνεται να στοχεύει και να βελτιώνει τόσο τον σωματικό, όσο και τον ψυχικό τομέα της υγείας.

Μία ακόμη έρευνα από τον Brorson H, το 2016, εξέτασε τα οφέλη της λιποαναρρόφησης και παρουσίασε στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση αυτής της μεθόδου. Αυτό που διαπίστωσε είναι ότι, μετά από δεκαπέντε χρόνια παρακολούθησης παρατηρείται πλήρης μείωση του υπερβάλλοντος όγκου χωρίς υποτροπή, μετά από λιποαναρρόφηση σε ασθενείς με λεμφοίδημα του βραχίονα, κυρίως μετά από μαστεκτομή. Τα ίδια ελπιδοφόρα αποτελέσματα μπορεί επίσης να σημειωθούν σε ασθενείς με λεμφοίδημα των κάτω άκρων. Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου, τονίζει ότι διάφοροι τύποι θεραπείας του λεμφοιδήματος βρίσκονται υπό συζήτηση και επί πολλά συναπτά έτη υπήρξε κάποια διαμάχη σχετικά με την αντιμετώπιση του λεμφοιδήματος με τη χρήση της λιποαναρρόφησης. Ωστόσο, κάποιες βελτιώσεις στις τεχνικές, την προετοιμασία του ασθενούς και την αποτελεσματικότερη κλινική παρακολούθηση των ασθενών, έχουν οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη και ευρύτερη αποδοχή της λιποαναρρόφησης ως θεραπεία για το λεμφοίδημα σε ασθενείς με μεγάλα και χρόνια λεμφοιδήματα.

Ο Brorson H, το 2000, διεξήγαγε μία έρευνα προκειμένου να μελετήσει τα πλεονεκτήματα της λιποαναρρόφησης στη μείωση του χρόνιου και εκτεταμένου λεμφοιδήματος στο βραχίονα. Από αυτή την άποψη, η λιποαναρρόφηση (LS), σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη συμπίεση Therapy (ΚΔ) είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, καθώς η υπερτροφία του λιπώδους ιστού απομακρύνεται αποτελεσματικά φορώντας ένα ένδυμα συμπίεσης. Συγκεκριμένα, προ- και μετεγχειρητικά, μετρήθηκε το μέγεθος του όγκου του οιδήματος στο βραχίονα, χρησιμοποιώντας την τεχνική του εκτοπίσματος. Η ροή του αίματος στο δέρμα καταγράφηκε χρησιμοποιώντας απεικόνιση Doppler με λέιζερ, ενώ η μεταφορά της λέμφου στο χέρι εκτιμήθηκε με έμμεσο λεμφοσπινθηρογράφημα. Όπως παρατηρήθηκε, ο όγκος του οιδήματος του βραχίονα μειώθηκε εντελώς, κατά 50% περισσότερο σε σύκριση με ένα συμβατικό πλάνο θεραπείας. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι, η χρήση ενός ενδύματος συμπίεσης μετά τη λιποαναρρόφηση είναι απαραίτητη, προκειμένου να διατηρηθεί η κανονικοποιημένη ένταση του βραχίονα. Ακόμη, στις θετικές επιπτώσεις συγκαταλέγονται η μειωμένη συχνότητα εμφάνισης της κυτταρίτιδας.

Οι Brorson H, Svensson Η., το 1998, εξέτασαν την αποτελεσματικότητα της λιποαναρρόφησης σε συνδυασμό με τη θεραπεία ελεγχόμενης συμπίεσης σε σύγκριση με την εφαρμογή της συμπιεστικής θεραπείας μόνο. Συμμετείχαν 28 ασθενείς και τα αποτελέσματα ήταν ευνοικά σε έξι ασθενείς που πραγματοποίησαν χειρουργική επέμβαση κατά την οποία παρατηρήθηκε πλήρης μείωση του οιδήματος. Τα ενδύματα συμπίεσης απομακρύνθηκαν για 1 εβδομάδα, ένα έτος μετά την επέμβαση. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη αύξηση του όγκου στο βραχίονα, η οποία όμως επιδιορθώθηκε άμεσα, με σχεδιασμό και εφαρμογή νέων ενδυμάτων συμπίεσης. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η λιποαναρρόφηση σε συνδυασμό με τη θεραπεία ελεγχόμενης συμπίεσης, μειώνει σημαντικά το λεμφοίδημα στο βραχίονα, πιο αποτελεσματικά από ό, τι η συμπιεστική θεραπεία μόνη της. Η συνέχιση της χρήσης των ενδυμάτων συμπίεσης είναι, ωστόσο, σημαντικό να διατηρήσει την κύρια χειρουργική έκβαση.

Συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η χειρουργική επέμβαση θεωρείται ως επιλογή έσχατης ανάγκης για σοβαρές καταστάσεις λεμφοιδήματος που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Οι περισσότεροι άνθρωποι με λεμφοίδημα δεν θα πρέπει να θεωρούνται υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση. Πολύ λίγοι χειρουργοί έχουν τα προσόντα για να προσφέρουν αυτές τις διαδικασίες, και θα πρέπει να διερευνηθεί η εμπειρία του κάθε χειρουργού στην εκάστοτε περίπτωση.

  • Λέιζερ χαμηλού επιπέδου (LLLT)

Τέλος, μία νέα μορφή θεραπείας έκανε την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια, ωστόσο με αβέβαια αποτελέσματα. Η θεραπεία με λέιζερ χαμηλού επιπέδου (LLLT) εγκρίθηκε από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για τη θεραπεία του λεμφοιδήματος, το Νοέμβριο του 2006. Εντούτοις, μένει να διαπιτωθεί η χρησιμότητα αυτής της μεθόδου και τα πλεονεκτήματα εφαρμογής της, όπως επίσης, να διερευνηθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί ο ασθενείς προκειμένου να συμμετέχει στην συγκεκριμένη θεραπευτική παρέμβαση.

Επιπλοκές

Όταν η λεμφική απομείωση γίνει τόσο μεγάλη, ώστε το λεμφικό υγρό να υπερβαίνει την ικανότητα του λεμφικού συστήματος να το μεταφέρει, συλλέγεται στους ιστούς μια ανώμαλη ποσότητα ρευστού υγρού, πλούσιο σε πρωτεΐνες. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, αυτό το στάσιμο υγρό δημιουργεί κανάλια ιστών για να αυξηθεί σε μέγεθος και αριθμό, μειώνοντας τη διαθεσιμότητα του οξυγόνου. Πρόκειται για μία δυσχερή κατάσταση, η οποία παρέχει ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των βακτηρίων που πολύ πιθανόν να οδηγήσουν σε λοιμώξεις όπως κυτταρίτιδα, λεμφαγγειίτιδα, λεμφαδενίτιδα και σε σοβαρές περιπτώσεις, έλκη του δέρματος.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ζωτικής σημασίας για τους λεμφοιδηματικούς ασθενείς να γνωρίζουν τα συμπτώματα της λοίμωξης και να αναζητούν άμεση θεραπεία, διότι οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις, εκτός από τον εγγενή κίνδυνο τους, μπορεί να προκαλέσουν περαιτέρω ζημιά στο λεμφικό σύστημα και να δημιουργήσουν ένα φαύλο κύκλο με σταδιακή επιδείνωση της συμπτωματολογίας.